- σωματοποιΐα
- ἡ, ΜΑ [σωματοποιῶ]η σωματοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωματοποιία — σωματοποιίᾱ , σωματοποιία fem nom/voc/acc dual σωματοποιίᾱ , σωματοποιία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοποιίᾳ — σωματοποιίᾱͅ , σωματοποιία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοποιίαν — σωματοποιίᾱν , σωματοποιία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματουργία — ἡ, ΜΑ [σωματουργός] σωματοποιΐα* … Dictionary of Greek
ՄԱՐՄՆԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0226 Chronological Sequence: 8c, 12c գ. σωματοποιΐα corporatio. Մի մարմին լինելն. դասակցութիւն. *Եւ թէ պիտոյ է՝ ասէ, աստուածաբանիցն բնաւ ʼի մարմնագործութիւն գալ անմարմնոցն. Դիոն. երկն.: ՄԱՐՄՆԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ. Մարմնանալն բանին աստուծոյ, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)